κάστανα

κάστανα
κάστανα
Grammatical information: n. pl.,
Meaning: `sweet chestnuts' (Mnesith. ap. Ath. 2, 54b, Gal. Dsc. as v. l.)
Other forms: also κάστανοι (Gal.), ; sg. κάστανον (Gp.), -ος (H. s. καρύαι), καστανίαι (Dsc.)
Compounds: As 2. member in βαλανο-κάστανον = βάλανος καστανικός (thus Gal.) and βολβο-κάστανον `earth-nut' (Alex. Trall.).
Derivatives: καστάναια, -εια pl. = κάστανα (Att. inscr.), καστανέη `chestnut-tree', καστανεών `chestnut-forest' (Gp.), καστανικός (Gal.; s. above), κασταναϊκὸν κάρυον (Thphr.); Καστανὶς αἶα land in Anatolia (Nic. Al. 271; cf. Καστανέα = πόλις Μαγνησίας EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear is the η in καστηνοῦ (gen.) `chestnut-tree' (Nic. Al. 269). Anatolian?; cf. except the GN mentioned Arm. kask `chestnut', kaskeni `chestnut-tree'. - From κάστανον, -άνεια Lat. castanea (cf. e. g. picea), from where a. o. OHG chestinna, through new borrowing NHG Kastan(i)e. Further s. W.-Hofmann s. castanea. Fur. 389 has a variation κ \/ τ, but there is no Pre-Greek material for this (the k in Armenian may be due to assimilation). The variation -αια \/ -εια may be a Pre-Greek feature (Beekes, Pre-Greek, Suffixes sub 6. -αι-\/-ε(ι)-.
Page in Frisk: 1,799

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάστανα — κάστανον chestnut tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • μεσογειακή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα του κορμού των ευρωπιδών, χαρακτηριζόμενη από λευκό ή ελαφρά μελαχρινό δέρμα, καστανά ή καστανά σκούρα μαλλιά, μέσο έως κοντό ανάστημα, μετρίως μακρύγραμμη σωματική διάπλαση και δολιχοκρανία σε γενικές γραμμές, με το οπίσθιο μέρος …   Dictionary of Greek

  • κάστανο — το 1. οκαρπός της καστανιάς: Τα κάστανα τα τρώμε το χειμώνα. 2. η φράση «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά», σημαίνει ότι εκτελώ το επικίνδυνο μέρος μιας πράξης, από την οποία άλλοι θα ωφεληθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστανάς — ο αυτός που πουλάει κάστανα: Ο καστανάς κάθεται στις γωνίες και πουλάει κάστανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”